A+ A A-

100 χρόνια Φεντερίκο Φελίνι: La dolce vita in memoriam

Με την ιστορία του διάσημου φιλμ  Ντόλτσε Βίτα (Dolce Vita) τιμούμε την εκατοστή επέτειο από τη γέννηση του "μάγου" των εικόνων, Φεντερίκο Φελίνι, ο οποίος είχε γεννηθεί στις 20 Ιανουαρίου 1920 στο Ρίμινι, την ιταλική λουτρόπολη στις ακτές της Αδριατικής.

Οι εκδηλώσεις προς τιμήν του κορυφώνονται στην πατρίδα του την Ιταλία, ενώ αναφορές στο σπουδαίο έργο του  που σφράγισε την ιστορία του κινηματογράφου αφιερώνουν τα ΜΜΕ σε όλα τα μήκη και τα πλάτη τη γης.

 

Dolce Vita

Το αμαρτωλό ξεκίνημα μιας απαστράπτουσας δεκαετίας

 

Τη νύχτα της 5ης Νοεμβρίου του 1958, το πάρτι γενεθλίων μιας νεαρής αριστοκράτισσας στο εστιατόριο Ρουγκαντίνο του Τραστέβερε με το απρόσμενο στριπτίζ της Αρμενολιβανέζας Αϊσέ Νανά, άνοιξε την αυλαία της Dolce Vita, της δεκαετίας της «Γλυκιάς Ζωής».

Το σκηνικό με το γυμνό στήθος που απαθανάτησε και δημοσιοποίησε ο Τάτσιο Σεκιαρόλι, πρωτοπόρος της μεγάλης σχολής των Παπαράτσι, σόκαρε τη συντηρητική κοινωνία της Ρώμης, ενώ ταυτόχρονα αποτίναζε την αφόρητη  σεμνοτυφία που κυριαρχούσε, λόγω Βατικανού, στην Αιώνια Πόλη.

Η χαλάρωση των ηθών και η απενοχοποιημένη ηδονοθηρία της ρωμαϊκής μπουρζουαζίας, αντιπαρατέθηκαν με ορμή στην θρησκοληπτική χειραγώγηση καθιερώνοντας έναν ανέμελο και πιο απελευθερωμένο τρόπο ζωής, το απαστράπτον life style της Dolce Vita.

Η «Γλυκιά Ζωή» ήταν εκείνη την εποχή ένας ελκυστικός μύθος καθώς  είχε αρχίσει η δυναμική ανάπτυξη της ιταλικής οικονομίας, η οποία συνέβαλε στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου των Ιταλών και έσβηνε σιγά-σιγά τις γκρίζες μεταπολεμικές αναμνήσεις.

Ταυτόχρονα, μεγάλη ανάπτυξη γνώριζε και η εγχώρια κινηματογραφική βιομηχανία με σημαντική αύξηση της ζήτησης που είχε μετατρέψει την Τσινετσιτά σε «Χόλιγουντ του Τίβερη», καθώς προσέλκυε, λόγω μικρότερου κόστους, πολλές αμερικανικές παραγωγές.

Διάσημοι ηθοποιοί όπως ο Γκάρι Κούπερ, ο Τζον Γουέιν, ο Κλιντ Ίστγουντ, ο Μάρλον Μπράντο, ο Γκρέγκορι Πεκ, ο Φρανκ Σινάτρα, ο Ρίτσαρντ Μπάρτον, η Λιζ Τέιλορ  κ.α. βρέθηκαν για γυρίσματα στη Ρώμη και εξέπεμψαν την εκθαμβωτική τους λάμψη γύρω από τη Βία Βένετο επηρεάζοντας την ατμόσφαιρα και τις συμπεριφορές.

Ήταν, δηλαδή, ώριμες οι συνθήκες για μια πιο ανέμελη ζωή, έξω από τα ασφυκτικά όρια ενός αναχρονιστικού καθωσπρεπισμού, ο οποίος έτσι κι αλλιώς υφίστατο τότε διεθνώς την πολιορκία μιας επαναστατικής αλλαγής με όπλα τη μουσική, το σινεμά, τα γράμματα και τις τέχνες που έφερνε πιο κοντά τις άλλοτε περιχαρακωμένες κοινωνικές τάξεις.

Σε αυτό το πλαίσιο εκτυλίχθηκαν οι σκηνές στο θρυλικό πάρτι του Τραστέβερε, το οποίο υπήρξε συμβολικό ξεκίνημα μιας επανάστασης των ηθών και ένα ισχυρό ταρακούνημα στη σεμνότυφη και δέσμια του καθολικισμού κοινωνία της Ιταλίας.

Το πάρτι του Τραστέβερε

Στις 5 Νοεμβρίου του 1958 η νεαρή κόμισσα Ολγκίνα ντι Ρόμπιλαντ, κάτοικος της Ρώμης, γιόρταζε τα εικοστά πέμπτα γενέθλιά της.

Ο πάμπλουτος Αμερικανός φίλος της (και πιθανός εραστής της) Πίτερ Χάουαρντ, κληρονόμος της αμύθητης περιουσίας των Βάντερμπιλτ,  είχε διοργανώσει προς τιμήν της, -πληρώνοντας όλα τα έξοδα-, ένα πάρτι στο εστιατόριο Ρουγκαντίνο, στην πολυσύχναστη περιοχή Τραστέβερε της Αιώνιας Πόλης.

Το πάρτι είχε μεγάλη επιτυχία καθώς είχαν παραβρεθεί  περισσότερα από εκατό άτομα, μεταξύ των οποίων πολλοί γνωστοί κοσμικοί, φίλοι αριστοκράτες, πολιτικοί, συγγραφείς και  καλλιτέχνες από τον κόσμο του θεάματος.

Τις προσκλήσεις είχε αποστείλει η εορτάζουσα μαζί με τον Γκουινταρίνο Γκουίντι, βοηθό του Φεντερίκο Φελίνι που εκείνη την εποχή είχε στο μυαλό του υπό επεξεργασία κάποιες ανοργάνωτες σκέψεις για το μετέπειτα διάσημο φιλμ «Ντόλτσε Βίτα».

Μεταξύ των παρόντων βρέθηκε  προφανώς για περισσότερη δημοσιότητα και η ανερχόμενη Σουηδέζα ηθοποιός, Ανίτα Έκμπεργκ, με παρότρυνση του Φελίνι - (ο ίδιος αν και προσκεκλημένος με τη γυναίκα του δεν προσήλθε) -, αφού την είχε υπόψη του, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, για πρωταγωνίστρια στην «Ντόλτσε Βίτα».

Η Έκμπεργκ, πρώην Μις Σουηδία γεννημένη στο Μάλμοε, εκείνη την εποχή ήταν είκοσι επτά ετών και ήταν γνωστή στην Ιταλία αφού είχε έλθει, δύο χρόνια πριν, για  να πάρει μέρος στο φιλμ του Κινγκ Βίντορ «Πόλεμος και Ειρήνη» στο οποίο αντικατέστησε την Αρλέν Νταλ.

Εξάλλου, τον Μάιο του 1956, είχε απασχολήσει τις κοσμικές στήλες καθώς είχε παντρευτεί με πολιτικό γάμο στο Παλάτσο Βέκιο της Φλωρεντίας τον 36χρονο Λονδρέζο ηθοποιό, Άντονι Στιλ, ο οποίος εκείνη την περίοδο συμμετείχε σε ένα φιλμ που γυριζόταν στη λίμνη του Κόμο και στη Φλωρεντία.

Ο γνωστός δημοσιογράφος, Γκαετάνο Αφέλτρα, αρχισυντάκτης τότε στην «Κοριέρε ντ’ Ινφορματσιόνε» την είχε αποκαλέσει «Η νύφη του Μάη», γοητευμένος από την ομορφιά της η οποία στον γάμο αναδεικνυόταν από το κατάλευκο  - κατακριτέο από τους πουριτανούς- ντεκολτέ φόρεμά της σε στιλ αρχαιοελληνικής χλαμύδας. 

Σε τελική ανάλυση, η πληθωρική Ανίτα - πλήρες όνομα Κέρστιν Ανίτα Μαριάν -  ήταν ένας θηλυκός μαγνήτης για κάθε άνδρα και κυρίως για τους φωτορεπόρτερ που δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη. 

Η ακαταμάχητη έλξη που ασκούσε όπου εμφανιζόταν είχε προκαλέσει την παθολογική ζήλεια του συζύγου της.

Έτσι, την άνοιξη του 1958, ενώ επέστρεφαν τα ξημερώματα από ξέφρενη  διασκέδαση, την «αντάμειψε» με χαστούκια καθ’ όλη τη διαδρομή από τη Βία Βένετο μέχρι τα σκαλοπάτια της Τρινιτά ντέι Μόντι, μπροστά στα έκπληκτα μάτια των περαστικών και των φωτορεπόρτερ.  

Στην υπόγεια αίθουσα του ριστοράντε Ρουγκαντίνο η οποία  χρησιμοποιείτο για χορό, τη μουσική διασκέδαση των προσκεκλημένων είχε αναλάβει η Roman New Orleans jazz band του μαέστρου Καρλέτο Λοφρέντο.  

Όπως διηγήθηκε εκ των υστέρων η εορτάζουσα κόμισσα, Ολγκίνα ντι Ρόμπιλαντ, στο πάρτι ήταν παρών και ο αστυνομικός διευθυντής του Τραστέβερε ο οποίος, ύστερα από παράκλησή της, είχε δώσει εντολή να φυλάσσεται ο χώρος της γκαρνταρόμπας από αστυνομικούς με πολιτικά, επειδή η περιοχή είχε αρκετό υπόκοσμο και μπορούσαν να κλαπούν οι πανάκριβες γούνες των προσκεκλημένων. 

Το στριπτίζ της Αϊσέ

Οι διοργανωτές του πάρτι δεν είχαν προσκαλέσει επαγγελματίες φωτογράφους, αλλά όταν έφτασε η Ανίτα Έκμπεργκ εισέβαλλε μαζί της ένα τσούρμο «μιλημένοι» φωτορεπόρτερ που ήλπιζαν σε μια καλή αμοιβή πουλώντας  στιγμιότυπα για τις κοσμικές στήλες από τη «λαμπερή» βραδιά και από τις πόζες της Σουηδέζας σταρ. 

Πράγματι, η όμορφη ξανθιά ηθοποιός - που η εορτάζουσα νεαρή κόμισσα πίστευε ότι την είχε στείλει στο πάρτι επί τούτου ο Φελίνι - όταν ζεστάθηκε η ατμόσφαιρα σηκώθηκε και άρχισε να λικνίζεται ξυπόλυτη στους ρυθμούς του τσα τσα  με αισθησιακές κινήσεις που θύμιζαν στριπτιζέζ, προκαλώντας το ενδιαφέρον των καλεσμένων.   

Όμως ξαφνικά, εντελώς απρόσμενα, μια άλλη όμορφη μελαχρινή νεαρή γυναίκα, – άγνωστη στους περισσότερους –, σηκώθηκε και άρχισε να χορεύει με ανατολίτικο λίκνισμα που παρέπεμπε σε χορό της κοιλιάς.  

Οι καλεσμένοι αιφνιδιάστηκαν προς στιγμήν, αλλά όταν η 22χρονη Αϊσέ Νανά άρχισε να βγάζει και να πετάει αργά-αργά ένα-ένα τα ρούχα της έγινε χαμός!

Οι άνδρες που βρίσκονταν κοντά της έβγαλαν τα σακάκια τους και τα έστρωσαν στο έδαφος σαν χαλί για να μην πατάει στα παγωμένα πλακάκια και άρχισαν να χτυπούν ρυθμικά παλαμάκια.

Η ορχήστρα προσάρμοσε τη μουσική της στο θέαμα, ενώ ο ντράμερ πήρε ένα τύμπανο και πήγε κοντά της για να δίνει πιο έντονα το ρυθμό.

Η τολμηρή χορεύτρια συνέχισε απτόητη για μισή ώρα περίπου το στριπτίζ το οποίο ολοκληρώθηκε όταν πλέον είχε απαλλαγεί απ’ όλα τα ρούχα της και είχε μείνει με το δαντελένιο μαύρο σλιπάκι της!

Η γυμνή παράσταση της Αϊσέ Νανά -πραγματικό όνομα Κιάς Νανάχ- που είχε τουρκικό διαβατήριο αλλά ήταν αρμενολιβανέζικης καταγωγής γεννημένη στη Βυρηττό, αποτέλεσε τον Νοέμβριο του 1958 μέγα σκάνδαλο που πήρε τεράστιες διαστάσεις.

Εν μέσω του Ψυχρού Πολέμου σόκαρε και ταρακούνησε συθέμελα τη σεμνότυφη καθολική κοινωνία της Ρώμης, ενώ ξεπέρασε αστραπιαία τα σύνορα της Ιταλίας καθώς έγινε παγκόσμια είδηση από τις ΗΠΑ και τον Καναδά έως την Αυστραλία και την Ιαπωνία.

Κάτι τέτοιο, βέβαια, θα είχε αποφευχθεί και δεν θα μπορούσε να συμβεί, αν το πάρτι είχε παραμείνει μια ιδιωτική συνάθροιση διασκέδασης.

Όμως, κάποιος ενοχλημένος θαμώνας  συντηρητικών αρχών, κάλεσε την αστυνομία. Κατ’ άλλους, το τηλεφώνημα στην αστυνομία έγινε από τον ιδιοκτήτη του εστιατορίου Ρουγκαντίνο, ο οποίος αναστατώθηκε όταν κάποια στιγμή η ζωγράφος Νοβέλα Παριτζίνι προσπάθησε να αφαιρέσει το σλιπάκι της Αϊσέ, φοβούμενος ότι η υπερβολή του απρόβλεπτου γυμνού θεάματος, μπορούσε να δημιουργήσει προβλήματα στην επιχείρησή του και να τον εμπλέξει σε δικαστικές περιπέτειες.  

Από την πλευρά της η νεαρή κόμισσα είχε επίσης αρχίσει να αισθάνεται άβολα, αλλά ηρέμησε προσωρινά όταν ο καλεσμένος της αστυνομικός διευθυντής τη διαβεβαίωσε ότι θα φρόντιζε να παραμείνει το στριπτίζ μια ιδιωτική υπόθεση εντός των τειχών και ότι δεν επρόκειτο να συμβεί τίποτα χειρότερο.

Πήρε μάλιστα την πρωτοβουλία και έκλεισε την έξοδο για να μην βγει εκτός εστιατορίου κανένα από τα φιλμ των παρευρισκόμενων φωτογράφων που θα αποκάλυπταν το γυμνό σόου της Αϊσέ και θα ξεσπούσε μεγάλο σκάνδαλο .

Έτσι, περίπου στις τρεις τα ξημερώματα, ενώ κατέφθασαν και οι καραμπινιέρι που είχαν κληθεί για να κάνουν έλεγχο, άρχισε σιγά-σιγά η κατάσχεση των αρνητικών, αφού μόνο όποιος φωτογράφος παρέδιδε το φιλμ του σκανδάλου έβγαινε από το εστιατόριο.

Όμως, ένας φωτορεπόρτερ, ο Τάτσιο Σεκιαρόλι, από τους πρωτοπόρους παπαράτσι, κατάφερε να δώσει το δικό του φιλμ σε έναν ντυμένο με σμόκιν υπεράνω υποψίας καλεσμένο, τον ατζέντη Ενρίκο Λουκερίνι,  ο οποίος του το παρέδωσε στη συνέχεια έξω από τον παλιό σινεμά Ρεάλε, όταν βγήκε από την αίθουσα και είχε φύγει η αστυνομία.

Λέγεται επίσης ότι εκτός από το επιτυχημένο κόλπο του Σεκιαρόλι, κάποιοι άλλοι φωτορεπόρτερ  παρέδωσαν καινούργια αχρησιμοποίητα φιλμ κατά την έξοδό τους καταφέρνοντας να αποδράσουν με τα καταζητούμενα.

Τελικά, μετά την αναστάτωση και τις κατασχέσεις των φιλμ, το επεισοδιακό πάρτι του γυμνού σκανδάλου έφτασε σιγά-σιγά στο τέλος του.

Οι καλεσμένοι άρχισαν να διασκορπίζονται και πολλοί από αυτούς  κατέληξαν στη Βία Βένετο, - στο μετέπειτα επίκεντρο της Ντόλτσε Βίτα-, όπου υπήρχε το Καφέ ντε Παρί που παρέμενε ανοιχτό όλη τη νύχτα.

Εκεί συνέχισαν με ουίσκι και μετά, κατά τις έξι και μισή το πρωί, με καπουτσίνο και κρουασάν, πριν επιστρέψουν για ύπνο στα σπίτια τους.     

Τα δημοσιεύματα

Όμως, δεν είχε παιχτεί ακόμη το τελευταίο επεισόδιο καθώς οι προκλητικές φωτογραφίες με το στριπτίζ της Αϊσέ δημοσιεύτηκαν πρώτο θέμα στο εξώφυλλο του περιοδικού Λ’ Εσπρέσο με το οποίο συνεργαζόταν ο Σεκιαρόλι και έκαναν πάταγο.

Το γεγονός μεταδόθηκε με αστραπιαία ταχύτητα από στόμα σε στόμα και από τη Ρώμη έφτασε σε όλη την Ιταλία και έως τα πέρατα του κόσμου.  

Βέβαια, το εκτενές αποκαλυπτικό ρεπορτάζ του Λ’ Εσπρέσο, -(του οποίου για την ιστορία πρέπει ναν πούμε ότι προηγήθηκε ένα άλλο μικρότερο στη μιλανέζικη έκδοση της εφημερίδας Κοριέρε ντ’ Ινφορματσιόνε με μία φωτογραφία του Σεκιαρόλι που βρέθηκε στα χέρια του δημοσιογράφου Βίκτορ Τσούφα)-, ακολούθησε ένας καταιγισμός άλλων ρεπορτάζ και άρθρων με πηχυαίους τίτλους από πλήθος εφημερίδων.

«Όργια της αριστοκρατίας της Ρώμης!», έγραφαν τα πρωτοσέλιδα  δεδομένου ότι ήταν παρόντες πολλοί γαλαζοαίματοι μεταξύ των οποίων οι πρίγκιπες Πιερ Φραντσέσκο Μποργκέζε, Τζιοβάνι Αλντομπραντίνι, Μάριο Ρούσπολι, Νικόλα Καράτσολο, Νικολό και Λουτσιάνα Πινιατέλι κ.α.

Πολλοί ήταν βέβαια και οι «επώνυμοι» του θεάματος όπως ο διευθυντής του κινηματογραφικού περιοδικού «Λα Σετιμάνα Ινκομ» Σάντρο Παλαβιτσίνι με τη σύζυγό του, οι ηθοποιοί, Έλσα Μαρτινέλι, Κάρλα ντελ Πότζιο, Ελεωνόρα Ρόσι Ντράγκο, η τραγουδίστρια Λάουρα Μπέτι, ο σκηνοθέτης Εριπράντο Βισκόντι, ο ηθοποιός Τζέραρντ Χέρτερ κ.α.  

Μια εβδομάδα αργότερα το περιοδικό «Έποκα» έγραφε επικρίνοντας με αυστηρό τρόπο: « Άθλιο το γεγονός, άθλιοι οι πρωταγωνιστές: Ζωγράφοι που η αξία τους μετριέται με τα μπικίνι αντί για τα πινέλα, ευγενείς των οποίων τα ονόματα αναφέρονται με χαρακτηριστική συχνότητα στις δικαστικές αίθουσες, άνδρες ηθοποιοί μέτριου ταλέντου και γυναίκες με πληθωρικά προσόντα. Αυτοί οι πλούσιοι μεγαλοαστοί, αυτοί οι αριστοκράτες είναι κατά βάθος για λύπηση. Οι πρόγονοί τους απέκτησαν ένα όνομα με τις επιχειρήσεις τους ή πολεμώντας, ενώ η αναγνωρισιμότητα των απογόνων σχετίζεται περισσότερο με τα αστυνομικά δελτία».

Και κατέληγε με σαφή ιδεολογική καταδίκη: «Όλοι αυτοί είναι φίλοι του Τολιάτι», δηλαδή του τότε γενικού γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ιταλίας!

Οι συνέπειες του νόμου

Ο «σεισμός» από το σκάνδαλο του Ρουγκαντίνο ήταν πολύ ισχυρός καθώς προκάλεσε ένα ντόμινο καταδικαστικών αποφάσεων επί δικαίων και αδίκων με πολλούς εμπλεκόμενους.  

Μαζί με την Αϊσέ καταδικάστηκε και ο μετέπειτα σύζυγός της, ο σκηνοθέτης-παραγωγός Σέρτζιο Παστόρε, ορισμένοι από τους μουσικούς της τζαζ ορχήστρας, ο μαρκήσιος Κάρλο Ντουράτσο καθώς και οι πρίγκηπες  Πιερφραντσέσκο Μποργκέζε και Αντρέα Ερκολάνι.

Ο υπεύθυνος διαχειριστής του Ρουγκαντίνο, Μάριο Κρισότι, εκτός του ότι του έκλεισαν το εστιατόριο επ’ αόριστον, καταδικάστηκε και με 30 χιλιάδες λιρέτες χρηματικό πρόστιμο, ενώ την τιμωρία δεν απέφυγε και ο διευθυντής του περιοδικού Λ’ Εσπρέσο.

Οι ποινές έπρεπε να επιβληθούν κυρίως για παραδειγματισμό καθώς η Ρώμη θεωρείτο ιερή πόλη ύστερα από το Σύμφωνο του 1929 μεταξύ του Βατικανού και του ιταλικού κράτους το οποίο σέβονταν οι Αρχές.

Είναι αξιοσημείωτο ότι την εποχή εκείνη η αστυνομία σταματούσε τις τουρίστριες με σορτς στην Πιάτσα ντι Σπάνια και τους συνιστούσε να καλυφθούν, ενώ στα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης το ντε πιες ήταν η πιο τολμηρή εμφάνιση για τις καλλιτέχνιδες.      

Οι εξηγήσεις της νεαρής κόμισσας      

Η νεαρή κόμισσα, Ολγκίνα ντι Ρόμπιλαντ, ύστερα από όσα συνέβησαν, δεν ήταν ποτέ δυνατόν να ξεχάσει το πάρτι των εικοστών πέμπτων γενεθλίων της.

Μπορεί να μην καταδικάστηκε, όμως επί σειρά ετών ήταν αναγκασμένη να δίνει εξηγήσεις για γεγονότα που δεν προκάλεσε η ίδια, αλλά παρόλα αυτά υπέστη  άθελά της τις συνέπειες.

Κατά τη γνώμη της, αν από την αρχή είχε λάμψει η αλήθεια αυτοί που θα έπρεπε να δικαστούν ήταν οι παπαράτσι που είχαν εισβάλλει σε μια ιδιωτική συγκέντρωση, καθώς το εστιατόριο Ρουγκαντίνο ήταν ρεζερβέ για το πάρτι και δεν δεχόταν τυχαίους πελάτες.

Είναι λογικό πως «αν ένας φωτογράφος εισβάλλει στο σπίτι μου και με φωτογραφίσει γυμνή στο μπάνιο μου είναι αυτός που παρανομεί και όχι εγώ…», είχε δηλώσει τότε η κόμισσα εκφράζοντας τη λύπη της για τις εξελίξεις. 

Επίσης, είχε προσθέσει ότι για τον ίδιο λόγο θα έπρεπε να δικαστούν η απρόσκλητη στριπτιζέζ  Αϊσέ Νανά και ο συνοδός της Σέρτζιο Παστόρε, ενώ από την καταδίκη δεν ήταν δυνατόν να εξαιρεθούν οι εφημερίδες για τις ψευδείς ειδήσεις και τη συκοφαντίες: «Και μόνο η λέξη όργια που έγραφαν αρκούσε για να στοιχειοθετηθεί η συκοφαντία», τόνισε η Ολγκίνα ντι Ρόμπιλαντ και συμπλήρωσε: «όμως εγώ δεν μπορούσα να διαθέσω τα απαραίτητα χρήματα για να ανοίξω μια πολυετή δικαστική διαμάχη και αυτό υπήρξε πολύ χρήσιμο για τους δημοσιογράφους και τους διευθυντές των εφημερίδων».

Αϊσέ Νανά: Ο βίος και τα πάθη μιας άσημης χορεύτριας

Η Αϊσέ είχε γεννηθεί στη Βηρυτό στις 2 Φεβρουαρίου του 1936, αλλά στη συνέχεια έζησε στην Κωνσταντινούπολη.

Κατά τη διάρκεια της εφηβείας της ήταν μια πολλά υποσχόμενη κολυμβήτρια, ενώ παράλληλα είχε εκλεγεί Μις Βόσπορος.

Πριν από την άφιξή της στην Ιταλία, είχε τολμήσει να φωτογραφηθεί με μπικίνι για ένα αθλητικό περιοδικό προκαλώντας σάλο, καθώς ήταν η πρώτη φορά που εμφανίστηκε τέτοιο δημοσίευμα σε τουρκικό έντυπο. 

Της άρεσε ο χορός και σε ηλικία 14 ετών είχε πάρει μέρος στην παράσταση της Σεχραζάντ του Ρώσου μαέστρου  Ρίμσκι Κόρζακοφ.

Στο πάρτι του Ρουγκαντίνο, μόλις 22 ετών, δεν ήταν καλεσμένη αλλά βρέθηκε συνοδευόμενη από τον Σέρτζιο Παστόρε, ένα πρώην δημοσιογράφο σε μια μικρή εφημερίδα της Νάπολης ο οποίος στη συνέχεια εργάστηκε ως σκηνοθέτης και κινηματογραφικός παραγωγός.

Με τον Σέρτζιο Παστόρε παντρεύτηκε μετά από τρία χρόνια στο Σαν Μαρίνο και απέκτησε μία κόρη που έκανε καριέρα ως σοπράνο.

Με το τολμηρό στριπτίζ η χορεύτρια και εκκολαπτόμενη ηθοποιός Αϊσέ Νανά, απέκτησε μεγάλη δημοσιότητα που αποτελούσε διαβατήριο για να σταδιοδρομήσει στο καλλιτεχνικό στερέωμα, αλλά ταυτόχρονα έμπλεξε σε μεγάλες περιπέτειες.

Ως πέτρα του μεγάλου σκανδάλου απελάθηκε από την Ιταλία, όπως και ο διοργανωτής του αμαρτωλού πάρτι, ο πολυεκατομμυριούχος Πίτερ Χάουαρντ, ενώ τον Ιούλιο του 1961 καταδικάστηκε σε δύο μήνες κάθειρξη για πρόκληση των ηθών σε δημόσια εκδήλωση παρόλο που το πάρτι είχε ιδιωτικό χαρακτήρα.

Η στριπτιζέζ του Ρουγκαντίνο είχε γίνει το μαύρο πρόβατο και για να κατευνάσει τα πνεύματα των πουριτανών θρησκευόμενων, όταν την άνοιξη του 1960 το φιλμ Ντόλτσε Βίτα του Φεντερίκο Φελίνι είχε βγει στις κινηματογραφικές αίθουσες, επισκέφτηκε για προσκύνημα τον ναό Μαντόνα ντελ Ντιβίνο Αμόρε με μαντήλι στο κεφάλι και δήλωσε ότι σκέπτεται να ασπαστεί τον καθολικισμό.

Για να δικαιολογήσει την παράτολμη παράστασή της είχε, επίσης, δηλώσει πριν από τη δίκη της στους δημοσιογράφους, ότι έχασε τον έλεγχο γιατί είχε μεθύσει και ότι πολύ πιθανόν να της είχαν δώσει ναρκωτικά.  

Πάντως, με τον σάλο που είχε ξεσηκώσει της έκλεισαν την πόρτα στην τηλεόραση, ενώ ακυρώθηκε και ένα  συμβόλαιο που είχε υπογράψει με τον σκηνοθέτη Βιτόριο Ντε Σίκα.

Ωστόσο, στην καλλιτεχνική διαδρομή της κατάφερε να συμμετάσχει σε δεκατέσσερις ταινίες, ενώ ακόμη και μετά το διαζύγιό της με τον Σέρτζιο Παστόρε, υπήρξε και η ίδια παραγωγός καθώς και διευθύντρια ενός μικρού θεάτρου στην περιοχή του Τραστέβερε.

Σε μεγάλη ηλικία συμμετείχε στην τηλεοπτική εκπομπή «Porta a Porta», ενώ είχε καταθέσει αγωγή, η οποία όμως δεν ευδοκίμησε, κατά του καναλιού 5 του Μπερλουσκόνι, ζητώντας 500 χιλιάδες ευρώ αν στη σειρά «Vita da Paparazzo” δεν απαλείφονταν οι δυσφημιστικές σκηνές, όπως διατεινόταν, με το στριπτίζ που παρέπεμπαν στην περιβόητη γυμνή της παράσταση.

Στις 29 Ιανουαρίου του 2014 πέθανε στο νοσοκομείο Aurelia Hospital της Ρώμης από επιπλοκές της υγείας της, σε ηλικία 78 ετών.

 Η Dolce Vita του Φελίνι

Για να αντιληφθούμε ακόμη καλύτερα τι κλίμα επικρατούσε στην Ιταλία στις αρχές της δεκαετίας του ’60 και τι σήμαινε το παράτολμο στριπτίζ της Αϊσέ Νανά και η δημοσιοποίησή του το φθινόπωρο του 1958, αρκεί να περιγράψουμε τι συνέβη στην πρεμιέρα της ταινίας La Dolce Vita του Φελίνι.

Η ταινία, παρόλο που αφηγείται αμαρτωλές νύχτες στην ιταλική πρωτεύουσα, δεν παρουσιάστηκε στη Ρώμη, ίσως από ένστικτο άμυνας και προφύλαξης των δημιουργών της.

Έκανε πρεμιέρα στις 5 Φεβρουαρίου του 1960 στο σινεμά Κάπιτολ στο Μιλάνο και είχε επεισοδιακή εξέλιξη.

Μετά το τέλος της ταινίας ξέσπασε πόλεμος ανάμεσα στους  καθωσπρεπιστές που κατηγορούσαν αυτούς που έδωσαν την άδεια προβολής και σε αυτούς που χειροκροτούσαν γοητευμένοι από το θέαμα και τη δύναμη των εικόνων. Υπήρξαν και ορισμένοι πουριτανοί που έφτυσαν κυριολεκτικά κατά πρόσωπο τον Φελίνι και τον Μαστρογιάνι αποκαλώντας τους «διεστραμμένους κομμουνιστές»!  

Τις επόμενες ημέρες ξέσπασαν επίσης έντονες αντιπαραθέσεις χωρίς προηγούμενο από τις σελίδες των εφημερίδων.

Κυρίαρχο καταγγελτικό ρόλο είχαν όσες υποστήριζαν ή βρίσκονταν κοντά στις απόψεις της Αγίας Έδρας με πρωτοπόρο την απηχούσα τις θέσεις του Βατικανού, «Λ’ Οσερβατόρε Ρομάνο», ενώ για το θέμα έγινε επερώτηση και στην ιταλική βουλή

Ο «ένοχος» Φελίνι βίωνε τις συνέπειες ενός εξοστρακισμού, αλλά η ρηξικέλευθη ταινία του γέμιζε με ρεκόρ εισιτηρίων τις κινηματογραφικές αίθουσες, ενώ από εκείνη τη στιγμή το ιταλικό σινεμά δεν θα είναι πλέον όπως ήταν πριν... 

Ίσως τελικά να είχε δίκιο η νεαρή κόμισσα Ολγκίνα ντι Ρόμπιλαντ όταν έλεγε ότι από το πάρτι της που καταγράφηκε στην ιστορία ως η αρχή της Ντόλτσε Βίτα, ωφελήθηκαν πολλοί,  αλλά  ο μεγάλος κερδισμένος από τις απρόβλεπτες εξελίξεις, ήταν η «πονηρή αλεπού», ο διάσημος σκηνοθέτης Φεντερίκο Φελίνι.

Οι Παπαράτσι

Το απαστράπτον life style της Ντόλτσε Βίτα έδωσε καλό μεροκάματο και καθιέρωσε τη περιβόητη σχολή των Παπαράτσι.

Από τότε, οι κινήσεις, οι εμφανίσεις και η διασκέδαση των διασημοτήτων ήταν το «λαβράκι» που κυνηγούσε η συνεχώς αυξανόμενη κλίκα των «φωτορεπόρτερ της γκλαμουριάς».

Οι Ιταλοί γεννημένοι εστέτ και με την καλλιτεχνική υπερβολή στο DNA τους δεν ήταν δυνατόν να μην είναι οι πρωτοπόροι του είδους.

Ένα είδος φωτορεπορτάζ το οποίο καθιερώθηκε και επίσημα - μαζί με το προσωνύμιο Παπαράτσι - το 1960, μέσα από το διάσημο φιλμ La Dolce Vita του Φεντερίκο Φελίνι.

Για μια δεκαετία τουλάχιστον έως το 1968 και την εξέγερση του Γαλλικού Μάη που άλλαξε τον τρόπο ζωής και τις συνήθειες της νεολαίας και όχι μόνο, η ατζέντα της Γλυκιάς Ζωής και η καταγραφή της από τους παπαράτσι, βρισκόταν στην κορυφή της επικαιρότητας.

Έκτοτε, βέβαια, συνεχίζει να δίνει τροφή και να προκαλεί το ενδιαφέρον, έστω και χωρίς την παλιά της αίγλη. 

Είναι χαρακτηριστικό ότι την εποχή της δόξας της είχε εισχωρήσει ακόμη και στο ελληνικό λαϊκό τραγούδι, αφού το 1963 ο Σπύρος Ζαγοραίος, σε στίχους Κώστα Βίρβου, τραγούδησε το γνωστό άσμα: «Σε πλάνεψε η Ντόλτσε Βίτα αυτή που λεν ζωή γλυκιά…»

 

                                                                     Δημήτρης Ταταρούνης

 

Πηγές : Olgopinions/ Il Blog di Olga di Robilant, La Dolce Vita-50 anni fa Oggi numero da Collezione, http://www.victorciuffa.com, LiberaEva.com, Rivista Culturale Braille, Il Messaggero.it, La Repubblica.it, , Ansa.it, Il Tempo.it

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΙΣΤΟΡΙΑ-Εικονογραφημένη τον Φεβρουάριο του 2019 τεύχος 608, ενώ υπάρχει και ως βίντεο-αφήγημα στο YouTube στην παρακάτω διεύθυνση:

https://www.youtube.com/watch?v=DzaQ_mPVIlI (Βίντεο-αφήγημα στο YouTube του άρθρου Dolce Vita: Το αμαρτωλό ξεκίνημα μιας απαστράπτουσας δεκαετίας)