A+ A A-

Όταν συνάντησα τον B.B. King…

του Γιάννη Ράγκου

Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Η είδηση έγινε γνωστή το βράδυ της 14ης Μαΐου και όπως ήταν φυσικό έκανε το «γύρο» του κόσμου: ο θρύλος της rhythm n blues B.B. King πέθανε στο Λας Βέγκας των Η.Π.Α. σε ηλικία 89 ετών. Ήταν μια είδηση που προκάλεσε θλίψη στην παγκόσμια μουσική κοινότητα και όλους τους μουσικόφιλους. Εμένα η είδηση του θανάτου του με έφερε, επιπλέον, πίσω στο καλοκαίρι του 1990, όταν είχα την ευκαιρία να συναντήσω από κοντά τον B.B. King και να μιλήσω μαζί του για, περίπου, μισή ώρα.

                                     

Φλας-μπακ: Τρίτη 3 Ιουλίου 1990. Ο B.B. King εμφανίζεται για μία συναυλία στο θέατρο Λυκαβηττού. Νεαρός δημοσιογράφος, τότε, λίγες ημέρες πριν από την άφιξη του σπουδαίου μπλουζίστα είχα επισκεφτεί τον Έλληνα οργανωτή της συναυλίας, τον οποίο γνώριζα από παλιότερη συνεργασία μας, και είχαμε συμφωνήσει για μια αποκλειστική συνέντευξη που θα έκανα για λογαριασμό ενός ευρείας κυκλοφορίας εβδομαδιαίου περιοδικού ποικίλης ύλης, με το οποίο συνεργαζόμουν εκείνη την περίοδο. Η συμφωνία για την αποκλειστικότητα «έκλεισε» κι έτσι το βράδυ της 3ης Ιουλίου βρέθηκα στο θέατρο Λυκαβηττού για να παρακολουθήσω τη συναυλία και να συναντήσω τον B.B. King.  

Η συνέντευξη έγινε στο διάλειμμα της συναυλίας, στο καμαρίνι του μουσικού, με την παρουσία μιας Ελληνοαυστραλής -αν θυμάμαι καλά- συναδέλφου, η οποία όμως εργαζόταν για λογαριασμό του Έλληνα διοργανωτή (ως ένα είδος «άτυπου» γραφείου Τύπου της εκδήλωσης). Ο B.B. King μας υποδέχτηκε και τους δύο με εγκάρδια χειραψία κι ύστερα κάθησε σε μια άβολη καρέκλα, ενώ δίπλα του, σε μια γωνία του καμαρινιού, είχε ακουμπήσει την περίφημη κιθάρα Gibson, που ο ίδιος ονόμαζε Lucille. Κάθησα απέναντί του, με το αυτονόητο δέος του νέου δημοσιογράφου που συναντά κατά πρόσωπο έναν αληθινό «θρύλο». Ανέσυρα τον κατάλογο με τις ερωτήσεις που είχα προετοιμάσει και ανοιξα το δημοσιογραφικό κασετοφωνάκι -οι παλιότεροι συνάδελφοι θα θυμούνται τα κασετοφωνάκια με τις μικροκασέτες. 

Στην αρχή της (σύντομης) συζήτησης, ο B.B. King δήλωσε «χαρούμενος που βρίσκομαι ξανά στην Ελλάδα, διότι το ελληνικό κοινό είναι εξαιρετικό». Ύστερα, τον ρώτησα για την τότε πρόσφατη συνεργασία του με ροκ συγκροτήματα, όπως οι U2. «Το όφελος από τέτοιες συνεργασίες είναι ότι “γνωρίστηκα” με ένα νέο κοινό που είναι φανατικοί αυτών των συγκροτημάτων και εμένα με γνώριζαν μόνο ως όνομα. Τους δόθηκε, λοιπόν, η ευκαιρία να ακούσουν το αγαπημένο τους συγκρότημα και μαζί να γνωρίσουν τη μουσική μου. Και βέβαια να τους “γνωρίσω” και εγώ. Νομίζω πως, με ορισμένους από αυτούς, γίναμε φίλοι…» απάντησε με ένα πλάγιο χαμόγελο, όλο νόημα.

«Και ποιο στοιχείο πιστεύετε ότι κάνει τη μουσική σας να ξεχωρίζει και να είναι τόσο δημοφιλής;» τον ρώτησα κατόπιν. «Νομίζω ότι είναι το γεγονός πως σε κάθε μου εμφάνιση δίνω τον καλύτερο εαυτό μου και έχω πάντα μαζί μου πολύ καλούς μουσικούς, τον καλύτερο μάνατζερ και μια εξαιρετική οργάνωση» μου είπε. «Όλα αυτά ενωμένα μαζί με το ταλέντο φέρνουν τη δημοτικότητα. Επιπλέον, είναι γνωστό ότι “η μουσική εξημερώνει και τα πιο άγρια θηρία”. Άλλωστε, στον καθένα κρύβεται μέσα του ένα “θηρίο”. Γι’ αυτό, στόχος και της δικής μου αλλά και όλης της μουσικής  είναι να σε κάνει να αισθάνεσαι καλύτερα».

                                                              
                                                                   Τρίτη 3 Ιουλίου 1990: Συνομιλώντας με τον B.B. King...

Επιχείρησα να τον αιφνιδιάσω. «Ποιες είναι η γνώμη σας με την κλασική μουσική;» Απάντησε με απόλυτη φυσικότητα: «Α, είναι υπέροχη! Πιστεύω ότι ο Αντρέ Σεγκόβια είναι ο πατέρας της κιθάρας. Σήμερα, στις ΗΠΑ, ένας από τους αγαπημένους μου μουσικούς είναι ο Λουτσιάνο Παβαρότι, που εκτός από το ότι είναι μεγάλος στον όγκο, έχει και μεγάλο ταλέντο!»

Και η σχέση του με τον κινηματογράφο; «Πριν από μερικά χρόνια έγραψα τη μουσική για την ταινία του Τζον Λάντις “Into the night (σ.σ.: ήταν τα τραγούδια "Into the Night", "In the Midnight Hour" και “Lucille”). Ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία παρά το γεγονός ότι το αποφάσισα μετά από πολλά χρόνια καριέρας. Πάντως θα ήθελα να δουλέψω ξανά στον κινηματογράφο».

Τη δεκαετία του 1970, ο B.B. King έδωσε πολλές συναυλίες σε φυλακές, ενώ το 1971 μαζί με έναν δικηγόρο δημιούργησε ίδρυμα για τη στήριξη και την αποκατάσταση όσων αποφυλακίζονταν. «Δίνω αυτές τις συναυλίες επειδή το θεωρώ ως κάτι πολύ σημαντικό» διευκρίνισε χωρίς περιστροφές. «Πολλοί άνθρωποι κάνουν κάποια λάθη, αλλά αν τους δοθεί η ευκαιρία δεν πρόκειται να τα επαναλάβουν ή τουλάχιστον να κάνουν τα ίδια λάθη. Επιπλέον, στις Η.Π.Α. πολλές φυλακές είναι υπερπλήρεις. Πηγαίνοντας να παίξω σε τέτοιους χώρους, προκαλείται το ενδιαφέρον των δημοσιογράφων. Με τον τρόπο αυτό, το γεγονός γίνεται γνωστό κι έτσι μαθαίνει ο κόσμος αλλά και οι επίσημες αρχές τι γίνεται εκεί».

Και στο τέλος, μια ερώτηση για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε τις νεότερες γενιές. «Θα πρέπει να μεγαλώνουν με τα μάτια ανοικτά για να βλέπουν τον υπέροχο κόσμο μας, χωρίς να υπάρχει κάτι που να τους απαγορεύει να είναι ελεύθεροι» ανέφερε. «Ο κόσμος κάποτε θα κυβερνηθεί από άξιους ανθρώπους που σήμερα είναι η νεολαία και αύριο θα είναι οι ηγέτες της γης. Τους λέω, όμως: “Να είστε απελευθερωμένοι από τα ναρκωτικά ή οτιδήποτε άλλο σας ‘απαγορεύει’ να ζήσετε τη ζωή σας όπως μπορείτε”. Το μόνο που ελπίζω είναι πως η πλειοψηφία των νέων θα θυμάται μερικά από αυτά που τους έχω πει…»

                                                 

Ο εκπρόσωπος του B.B. King μπήκε στο καμαρίνι και μας υπενθύμισε πως ο χρόνος μας είχε τελειώσει και ότι ο «Mr. King» έπρεπε να επανέλθει στη σκηνή. Έκλεισα το κασετοφωνάκι, μάζεψα βαστικά τις σημειώσεις μου και σηκώθηκα από τη θέση μου. Ευχαρίστησα από καρδιάς τον ακόμα καθισμένο «βασιλιά των blues» και κατόπιν τον αποχαιρέτησα με μια χειραψία. Νομίζω, κιόλας, ότι ασυναίσθητα υποκλίθηκα ελαφρά. Κι ύστερα, ανέβηκα στο θέατρο για να παρακολουθήσω και την υπόλοιπη συναυλία, νοιώθοντας ακόμα ανατριχίλα από τη συνάντηση που μόλις είχε προηγηθεί.

Διότι, για τον B.B. King η συνέντευξη αυτή ήταν μία από τις χιλιάδες που έδωσε κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης καριέρας του, αλλά για μένα ήταν -και παραμένει έως σήμερα- μία από τις σημαντικότερες που έχω κάνει στη δημοσιογραφική μου διαδρομή...

Υ.Γ.: Η συνέντευξη αυτή δεν δημοσιεύτηκε, τελικά, ποτέ… Ο λόγος ήταν ότι ο οργανωτής της συναυλίας, παρά τις διαβεβαιώσεις που είχε παράσχει σε μένα και τον αρχισυντάκτη του περιοδικού, είχε δώσει την «αποκλειστικότητα» και σε συνάδελφο ημερήσιας εφημερίδας μεγάλης κυκλοφορίας, που τη δημοσίευσε δύο ημέρες μετά, «καίγοντας» όπως είναι φυσικό το θέμα (ασφαλώς, ο συνάδελφος δεν είχε καμία ευθύνη γι αυτό). Κι έτσι, έμεινε στο αρχείο μου το δακτυλόγραφο -από τη γραφομηχανή, που χρησιμοποιούσα τότε- με το απομαγνητοφωνημένο κείμενο της συνέντευξης, αποσπάσματα του οποίου περιέχονται στο άρθρο αυτό.